Η πρώιμη παρέμβαση απευθύνεται σε όλα τα παιδιά που βρίσκονται σε επικινδυνότητα ή έχουν αναπτυξιακά προβλήματα. Περιλαμβάνει τη διαδικασία από την πρώτη στιγμή που εντοπίζεται και προσδιορίζεται το πρόβλημα μέχρι την εκπαίδευση και την καθοδήγηση. Έτσι, ως πρώιμη παρέμβαση ορίζονται όλες οι μορφές παιδοκεντρικών εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, όπως είναι η εργοθεραπεία, καθώς και δραστηριότητες που αφορούν την καθοδήγηση των γονέων για την εκάστοτε αναπτυξιακή κατάσταση του παιδιού. Με την πρώιμη παρέμβαση προσαρμόζεται τόσο το ίδιο παιδί όσο και οι γονείς, η οικογένεια αλλά και το ευρύτερο περιβάλλον.

Για να επιτευχθεί η πρώιμη παρέμβαση, βασικό κομμάτι είναι η αρχική εκτίμηση – αξιολόγηση, η αναγνώριση των σημείων και οι ενδείξεις επικινδυνότητας για την ανάπτυξη από την διεπιστημονική ομάδα. Η εκτίμηση του παιδιού δε βασίζεται στο ιατρικό μοντέλο αλλά στο ψυχοπαιδαγωγικό, στο οποίο εκτιμώνται και αναλύονται οι δεξιότητες και οι αδυναμίες του παιδιού στους διάφορους τομείς της ανάπτυξης.

Σκοπός της εξάσκησης του παιδιού στα πλαίσια της πρώιμης παρέμβασης είναι η πρόληψη, η αποκατάσταση καθυστερήσεων ή δυσλειτουργιών στην ανάπτυξη, η αναγνώριση των παραγόντων επικινδυνότητας στο άμεσο περιβάλλον του παιδιού, καθώς και ο περιορισμός των συνεπειών που μπορεί να προκαλέσει η ασθένεια και η αναπηρία. Μερικά από τα θεραπευτικά προγράμματα που θα ωφελήσουν ένα παιδί είναι η εργοθεραπεία, η λογοθεραπεία, η φυσικοθεραπεία, η ειδική παιδαγωγική, η υποστηρικτική ψυχολογία, η συμβουλευτική. Αυτά τα προγράμματα μπορούν να εφαρμοστούν είτε ατομικά, είτε ομαδικά, σύμφωνα πάντα με τις ανάγκες του παιδιού. Και αναφέρονται στο ίδιο το παιδί ή και στο ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον.

Η πρώιμη παρέμβαση απηχεί σε παιδιά βρεφικής, νηπιακής ή προσχολικής ηλικίας με εμφανείς αναπηρίες ή που βρίσκονται σε επικινδυνότητα για αναπτυξιακές διαταραχές.

Ένα παιδί θεωρείται ότι έχει κάποια διαταραχή όταν παρουσιάζει καθυστέρηση ή δυσλειτουργία σε έναν ή και περισσότερους από τους ακόλουθους τομείς:

  • αδρή κινητικότητα
  • λεπτή κινητικότητα
  • αισθητηριακή αντίληψη
  • γνωστικό επίπεδο
  • επικοινωνία
  • προσαρμοστικές συμπεριφορές

 Ένα παιδί θεωρείται ότι βρίσκεται σε επικινδυνότητα όταν παρουσιάζει:

  • ειδικές βιολογικές διαταραχές ορθοπεδικές ή νευρολογικές
  • χρόνιες παθήσεις
  • προωρότητα ή παράταση τοκετού

Σε αυτές τις τρεις κατηγορίες η πρώιμη παρέμβαση είναι απαραίτητη μόνο αν η φυσική ανάπτυξη του παιδιού έχει επηρεαστεί αρνητικά. 

Για την πρώιμη διάγνωση και παρέμβαση απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχουν τα κατάλληλα μέσα τα οποία να ανταποκρίνονται στις ανάγκες και να είναι εύκολα προσπελάσιμα από τις ομάδες των ειδικών. Το εξειδικευμένο προσωπικό πρέπει να έχει γνώσεις της φυσιολογικής και αποκλίνουσας ανάπτυξης, να έχει εμπειρία σε εκπαιδευτικά και θεραπευτικά προγράμματα, να συνεργάζεται με τα μέλη της διεπιστημονικής ομάδας και τέλος να έχει εμπειρία στη συμβουλευτική γονέων.

Τέλος, οι γονείς θα πρέπει να συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων που αφορούν το παιδί, και για το λόγο αυτό πρέπει να τους παρέχεται η κατάλληλη πληροφόρηση και καθοδήγηση. Κάθε εξατομικευμένο πρόγραμμα παρέμβασης που αφορά το παιδί και την οικογένεια πρέπει να καταστρώνεται όσο το δυνατόν νωρίτερα και να εφαρμόζεται με βάση τα αποτελέσματα της εκτίμησης. Έπειτα από κάποια περίοδο εκπαίδευσης πρέπει να επαναξιολογηθεί το ίδιο το πρόγραμμα αλλά και το παιδί, έτσι ώστε να γίνει η απαραίτητη επανατροφοδότηση και να καθοριστεί η περαιτέρω πορεία παρέμβασης.

Δημητρίου Ανθή
Εργοθεραπεύτρια