Η επιλεκτική αλαλία θεωρείται ψυχιατρική, πολυδιάστατης αιτιολογίας διαταραχή, που εμφανίζεται συνήθως κατά την παιδική ηλικία και δεν συναντάται σε ευρεία κλίμακα.
Εκτιμάται ότι επηρεάζει περίπου 7 στα χίλια παιδιά σχολικής και προσχολικής ηλικίας. Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι λόγω της μη επαρκούς κατανόησης για την πάθηση από το γενικό κοινό, πολλές περιπτώσεις παραμένουν πιθανότατα μη διαγνωσμένες. Συγκεκριμένα αποτελεί μια σπάνια περίπτωση που επηρεάζει περισσότερο τα κορίτσια και συναντάται κυρίως στις ηλικίες 3 έως 7 ετών. Το παιδί με επιλεκτική αλαλία, χώρισε να παρουσιάζει δυσλειτουργία στην ακοή και τον λόγο, αρνείται επίμονα να επικοινωνήσει λεκτικά σε συγκεκριμένες κοινωνικές καταστάσεις (όπως για παράδειγμα στο σχολείο ή σε κοινωνικές καταστάσεις συναναστροφής), ενώ σε άλλες καταστάσεις (όπως για παράδειγμα στο σπίτι), η παραγωγή ομιλίας του παιδιού είναι αρκετά φυσιολογική.
Αναγνωρίστηκε πρώτα από τον Adolf Kussmaul το 1877 ως «εθελοντική αφασία» και αργότερα ο Tramer (1934) την μετονόμασε σε «επιλεγόμενη αλαλία». Σήμερα κυριαρχεί ο όρος «επιλεκτική αλαλία ή βωβότητα» και περιγράφει κάποια άτομα τα οποία δεν μιλούν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις καταδεικνύοντας την ηθελημένη επιλογή τους να μιλήσουν ή να σωπάσουν σε ειδικές συνθήκες και περιβάλλοντα.
Σύμφωνα με το DSM-IV τα προτεινόμενα κριτήρια διάγνωσης είναι:
• Συνεχής αποτυχία του παιδιού να μιλήσει σε συγκεκριμένες κοινωνικές καταστάσεις, στις οποίες υπάρχει η προσδοκία ομιλίας -π.χ. στο σχολείο- ενώ μιλάει σε άλλες καταστάσεις.
• Επίδραση της διαταραχής στην εκπαιδευτική ή επαγγελματική επίδοση ή στην επικοινωνία.
• Δεν εξηγείται στα πλαίσια άλλης διαταραχής στην επικοινωνία -π.χ. τραυλισμός- και δεν οφείλεται σε έλλειψη γνώσης της ομιλουμένης γλώσσας.
• Δεν συμβαίνει κατά την πορεία διάχυτης αναπτυξιακής διαταραχής, σχιζοφρένειας ή άλλης ψυχωτικής διαταραχής.
• Διάρκεια τουλάχιστον ενός μηνός, που δεν περιορίζεται στον πρώτο μήνα του σχολείου.
Αν και οι γονείς παρατηρούν τη συμπεριφορά του παιδιού από την ηλικία των τριών ετών ακόμα, η διάγνωση έρχεται πολύ αργότερα με την είσοδο του παιδιού στη σχολική κοινότητα τότε που τα προβλήματα με την ομιλία γίνονται πιο εμφανή.
Είναι σύνηθες ένα παιδί εσωστρεφές, ήσυχο, ευγενικό και με ήπιους τρόπους να χαρακτηριστεί ως ντροπαλό. Τα ντροπαλά παιδιά όμως, νιώθουν άνετα μετά από λίγο χρόνο και μπορεί να μην αρχίζουν εύκολα μια συζήτηση, αλλά συνήθως ανταποκρίνονται έστω και με λίγες λέξεις στην λεκτική επικοινωνία. Ένα παιδί με εκλεκτική αλαλία μπορεί να παρακολουθήσει για ένα ολόκληρο έτος ή και περισσότερο μια τάξη χωρίς να μιλήσει ούτε για μια φορά στους δασκάλους, ή τους συνομηλίκους του.
Είναι, επίσης, σύνηθες η σιωπή ενός παιδιού να εκλαμβάνεται από τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς ως ένδειξη μαθησιακών ελλείψεων, χαμηλής νοημοσύνης, απροθυμίας να μάθει ή απλά ως αντιδραστική συμπεριφορά.
Η αιτιολογία της επιλεκτικής αλαλίας δεν έχει απολύτως προσδιοριστεί, λόγω της πολύπλευρης συμπτωματολογίας της. Έρευνες υπό το πρίσμα της αναπτυξιακής παθολογίας αποπειρώνται να την ορίσουν ως μια δυναμική διαδικασία που είναι αποτέλεσμα πολυεπίπεδων και πολύπλοκων συναλλαγών, που διαμορφώνουν το άτομο μέσα από εσωτερικές και εξωτερικές επιδράσεις (Vianaetal., 2009).
Επί της ουσίας, λοιπόν, πρόκειται για μία διαταραχή η οποία εδράζεται σε αρκετούς τομείς, οι οποίοι μεταξύ τους βρίσκονται σε μία σχέση αλληλεπίδρασης, επηρεάζοντας ο έναν τον άλλον και κατηγοριοποιούνται σε επιμέρους άξονες που συνδέονται άμεσα με οικογενειακούς, γενετικούς, ψυχολογικούς και γενικότερους περιβαλλοντικούς παράγοντες,
Η πλειοψηφία των μελετών έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως, υπάρχει μία θετική συσχέτιση ανάμεσα στην εμφάνιση της εκλεκτικής αλαλίας και τα υψηλά επίπεδα άγχους. Διατυπώνεται ευρέως η άποψη πως, τα αίτια εμφάνισης της επιλεκτικής αλαλίας θα πρέπει να αναζητηθούν σε εκείνους τους παράγοντες, οι οποίοι δημιουργούν και εντείνουν το κοινωνικό άγχος των παιδιών. Έρευνες καταδεικνύουν ότι ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό (33%) των παιδιών με επιλεκτική αλαλία πληρούν τα κριτήρια για διάφορες αγχώδεις διαταραχές (άγχος αποχωρισμού, ειδική φοβία, κοινωνική φοβία, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή), ενώ το 20% περίπου των παιδιών αυτών παρουσιάζει και διαταραχές ενούρησης και εγκόπρισης. Η έναρξη μπορεί να είναι προοδευτική ή απότομη με την παρουσία εκλυτικών παραγόντων (αλλαγές στη ζωή του παιδιού, νοσηλεία, αποχωρισμός από οικογένεια, φυσικό τραύμα, κακοποίηση, κ.ά.).
Ευρήματα μελετών υποδεικνύουν ότι όσο γρηγορότερα κάποιο παιδί ενταχθεί σε θεραπευτικό πρόγραμμα, τόσο γρηγορότερη είναι η απόκριση στη θεραπεία και τόσο καλύτερη είναι η ολική πρόγνωση. Αντίθετα αν ένα παιδί παραμείνει για μερικά χρόνια χωρίς παρέμβαση, τότε η συμπεριφορά αυτή μπορεί να γίνει αντανακλαστική αντίδραση και να αποτελέσει μία πολύ δύσκολα αναστρέψιμη συνήθεια επιφέροντας αρνητικές ακαδημαϊκές, κοινωνικές, συναισθηματικές επιπτώσεις.
Τα άτομα με επιλεκτική αλαλία βιώνουν υπερβολικό άγχος στις καταστάσεις όπου χρειάζεται να επικοινωνήσουν λεκτικά με άλλους ανθρώπους και κάθε τέτοια εμπειρία συνοδεύεται από αρνητικά συναισθήματα χαμηλής αυτοπεποίθησης και αυτοεικόνας, τα οποία όσο πιο σύντομα αντιμετωπιστούν τόσο το καλύτερο.
Μια πλήρης εκτίμηση του αναπτυξιακού επιπέδου και της ικανότητας κοινωνικής αλληλεπίδρασης του παιδιού, όπως επίσης και λεπτομερές ψυχοκοινωνικό ιστορικό από τους γονείς από ένα παιδοψυχίατρο θα διευκρινίσει εάν υποκρύπτεται κάποιο αναπτυξιακό έλλειμμα ή οποιαδήποτε άλλη διαταραχή κοινωνικής αλληλεπίδρασης ή αγχώδης διαταραχή, όπως η επιλεκτική αλαλία.
Στη συνέχεια και σε συνεργασία με ψυχολόγο και λογοπαιδικό οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί ενημερώνονται για τους τρόπους με τους οποίους θα βοηθήσουν το παιδί να αναπτύξει θετικές εμπειρίες αλληλεπίδρασης και θα συμβάλουν στη διαχείριση της κατάστασης.
Η θεραπεία για την επιλεκτική αλαλία περιλαμβάνει κυρίως ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις. Η συμπεριφορική θεραπεία, η ψυχοδυναμική θεραπεία, η συμβουλευτική γονέων, η λογοθεραπευτκή παρέμβαση όπως και κάποιες εκπαιδευτικές παρεμβάσεις είναι οι πιο συχνά προτεινόμενες.
Κανένα παιδί δεν αξίζει να μεγαλώνει σιωπώντας τους φόβους του και μιλώντας μόνο με αυτούς.