Η υπερκινητικότητα είναι μια αναπτυξιακή διαταραχή και πολλές φορές συνδυάζεται με την ΔΕΠ (Διαταραχή Ελλειματικής Προσοχής), ενώ εκδηλώνεται με παρορμητική και απρόσεκτη, διαταρακτική συμπεριφορά.

Εμφανίστηκε κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες τον περασμένο αιώνα (δεκαετία του 80) και σήμερα απαντάται σε ποσοστό 1%εως 3% των παιδιών ανά τον κόσμο. Οι δυσκολίες της συνεχίζονται  έστω και με μερική ύφεση στην ενήλικη ζωή σε πάνω από το 60% των περιπτώσεων. Ανάμεσα στα παιδιά, τ’ αγόρια είναι εκείνα που παρουσιάζουν συνήθως περισσότερο προβλήματα υπερκινητικότητας και παρορμητικότητας.

Περιγράφεται ως εσωτερική δυσκολία να διαχειριστεί το σώμα και τη σχέση του με τον εξωτερικό κόσμο και η έναρξή της τοποθετείται συνήθως κατά την πρώιμη παιδική ηλικία (στην ηλικία των 3-5 ετών) και μειώνεται καθώς φτάνουμε στην εφηβεία, αν και τα πιο σύγχρονα διαγνωστικά εγχειρίδια ορίζουν ως ηλικία εμφάνισης συμπτωμάτων απροσεξίας ή υπερκινητικότητας/παρορμητικότητας ακόμη και τα 12 έτη. Εκδηλώνεται με διαρκή ανάγκη για κίνηση,  εμφανής σε δομημένα πλαίσια (π.χ. σχολείο) στα οποία απαιτείται υψηλός βαθμός αυτοελέγχου, με  υποκειμενικό αίσθημα εσωτερικής ανησυχίας συνοδευόμενη κάποιες φορές με παρουσία έντασης.

 Τα παιδιά με ΔΕΠΥ εμφανίζουν μειωμένη προσοχή, υπερκινητικότητα και παρορμητική συμπεριφορά, η οποία είναι πιο έντονη σε παιδιά μικρότερης ηλικίας, δυσκολία στη συγκέντρωση και στην προσοχή, δυσκολία στον έλεγχο παρορμήσεων. Αυτά τα παιδιά παρουσιάζουν επίσης μεγαλύτερη δυσκολία με τη συμμόρφωση, εμφανίζουν ανάρμοστη συμπεριφορά, είναι πιο επιθετικά και βρίσκονται σε κίνδυνο για την ανάπτυξη διαταραχών όπως η εναντιωματική προκλητική διαταραχή, η διαταραχή συμπεριφοράς και χρήσης ουσιών μεγαλώνοντας.

Πιο συγκεκριμένα, η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα χωρίζεται σε τρεις βασικούς τύπους:

Α. Απρόσεκτος Τύπος

– Συχνά αποτυγχάνει να συγκεντρώσει την προσοχή σε λεπτομέρειες ή κάνει λάθη απροσεξίας σε σχολικές εργασίες, τη δουλειά ή άλλες δραστηριότητες.

– Συχνά δυσκολεύεται να διατηρήσει την προσοχή σε έργα ή δραστηριότητες παιχνιδιού.

– Συχνά φαίνεται ότι δεν ακούει όταν του απευθύνεται ο λόγος.

– Συχνά δεν ακολουθεί μέχρι τέλους οδηγίες και αποτυγχάνει να διεκπεραιώσει σχολικές εργασίες ή άλλα καθήκοντα που του ανατίθενται στην τάξη ή στο σπίτι.

– Συχνά δυσκολεύεται να οργανώσει δουλειές και δραστηριότητες.

– Συχνά αποφεύγει, αποστρέφεται ή δείχνει απροθυμία να εμπλακεί σε έργα που απαιτούν σταθερή και διαρκή πνευματική προσπάθεια.

– Συχνά χάνει αντικείμενα απαραίτητα για εργασίες ή δραστηριότητες.

– Συχνά διασπάται πολύ εύκολα από εξωτερικά ερεθίσματα.

– Συχνά ξεχνά καθημερινές δραστηριότητες.

Β. Υπερκινητικός Τύπος

– Συχνά κινεί νευρικά τα χέρια και τα πόδια ή στριφογυρίζει στη θέση του.

– Συχνά σηκώνεται από τη θέση του μέσα στην τάξη ή σε άλλες περιστάσεις στις οποίες επιβάλλεται να παραμείνει καθισμένο.

– Συχνά τρέχει ή σκαρφαλώνει με τρόπο που δεν ταιριάζει σε χώρους ή περιστάσεις.

– Συχνά δυσκολεύεται να παίζει ή να συμμετέχει ήσυχα σε δραστηριότητες στον ελεύθερό του χρόνο.

– Συχνά βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και ενεργεί σαν «κινούμενη μηχανή».

– Συχνά μιλά πολύ και ακατάπαυστα.

Γ. Παρορμητικός Τύπος

– Συχνά απαντά απερίσκεπτα πριν ολοκληρωθεί η ερώτηση.

– Συχνά δυσκολεύεται να περιμένει τη σειρά του.

– Συχνά διακόπτει ή παρεμβαίνει σε συζητήσεις-δράσεις των άλλων.

Συνοδά χαρακτηριστικά της ΔΕΠΥ

– Συναισθηματική αστάθεια

– Χαμηλή αυτοεκτίμηση

– Αναβλητικότητα

– Βαριέται εύκολα

– Συχνή απογοήτευση

Για να διαγνωστεί ένα παιδί με ΔΕΠΥ θα πρέπει να εμφανίζει 6 ή περισσότερα κριτήρια από κάθε κατηγορία για περισσότερους από 6 μήνες, και κάποια από αυτά να είναι παρόντα πριν την ηλικία των 12 ετών. Η ύπαρξη των συμπτωμάτων αυτών έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της λειτουργικότητας του παιδιού τόσο στο σπίτι όσο και στο σχολείο.

ΣΥΝΟΔΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΕ ΔΕΠΥ

   Συνήθως η ΔΕΠΥ δεν εμφανίζεται μεμονωμένα αλλά συνυπάρχει με άλλες ψυχικές ή αναπτυξιακές διαταραχές.

   Οι  συχνότερες συνοδές δυσκολίες είναι οι εξής:

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΕ ΔΕΠΥ

Η ΔΕΠΥ γίνεται πιο αισθητή μεταξύ των 3-7 ετών όπου το παιδί εντάσσεται στο σχολικό πλαίσιο και καλείται να ανταπεξέλθει σε αυξημένες απαιτήσεις, να συμμορφωθεί σε κανόνες και να συγκεντρώσει την προσοχή. Στις ηλικίες αυτές όμως τα χαρακτηριστικά της ΔΕΠΥ όπως η διάσπαση προσοχής, η παρορμητικότητα και η υπερκινητικότητα θεωρούνται τόσο κοινά που συχνά δεν διαγιγνώσκεται η διαταραχή. Επίσης σε πολλές περιπτώσεις τα προβλήματα που προκαλούνται από τη ΔΕΠΥ σε επίπεδο συμπεριφοράς, κοινωνικής προσαρμογής και σχολικής απόδοσης αποδίδονται σε άλλες συνοδές δυσκολίες και όχι στην ίδια τη διαταραχή. Έτσι η ΔΕΠΥ παραμένει αδιάγνωστη ή ενώ έχει διαγνωσθεί δεν πραγματοποιείται το ανάλογο θεραπευτικό πρόγραμμα για την αποκατάσταση της.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΔΕΠΥ

Παρά τα διαγνωστικά κριτήρια της ΔΕΠΥ, η διάγνωσή της αποτελεί δύσκολο έργο λόγω των συνοδών διαταραχών και των συμπτωμάτων τους που συμπίπτουν με αυτή.

Η κλινική της εικόνα ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία και το αναπτυξιακό στάδιο του ατόμου. Κατά την προσχολική ηλικία εκφράζεται με έντονη κινητικότητα, δυσκολία συμμετοχής σε ομαδικές δραστηριότητες και συμμόρφωσης στις υποδείξεις των ενηλίκων. Κατά την σχολική ηλικία εκφράζεται με παρορμητισμό, υπερκινητικότητα, απροσεξία, άρα και προβλήματα στο σχολικό πλαίσιο αλλά και συγκρουσιακή σχέση με τα άλλα παιδιά. Στην εφηβεία παραμένουν οι συγκρούσεις στο σχολείο και το σπίτι και εμφανίζεται παραβατικότητα ή συμπεριφορές που μπορεί να θέσουν το άτομο σε κίνδυνο.

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι όλα τα παιδιά σχεδόν, μεγαλώνοντας, μπορεί να εκδηλώσουν κάποια συμπτώματα απροσεξίας, υπερκινητικότητας ή παρορμητικότητας. Τα συμπτώματα θα πρέπει να ανησυχήσουν τους γονείς όταν η εκδήλωση τους  ξεπερνά τους έξι μήνες και παρατηρούνται τόσο στο σπίτι όσο και στο σχολείο αλλά προκαλούν  και σημαντική δυσκολία στην ακαδημαϊκή απόδοση και την κοινωνική συναναστροφή του παιδιού.

Η επίσημη διάγνωση της ΔΕΠΥ γίνεται από αναπτυξιολόγο, παιδοψυχίατρο ή παιδονευρολόγο και περιλαμβάνει, εκτός της παρατήρησης του παιδιού και της λήψης ιστορικού από τους οικείους του,  τη συμπλήρωση ειδικών ερωτηματολογίων από τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς, αλλά και τη νευρολογική εκτίμηση του παιδιού ώστε να  αποκλειστούν τυχόν οργανικές αιτιολογίες.

Γενικά, το φάσμα των χαρακτηριστικών της ΔΕΠΥ είναι ευρύ και για τον λόγο αυτό κανένα παιδί με ΔΕΠΥ δεν μοιάζει με κάποιο άλλο. Μπορεί να υπάρχουν διακυμάνσεις στα συμπτώματα ακόμη και στο ίδιο παιδί κατά την διάρκεια της ημέρας.

Η έγκαιρη αναγνώριση και αντιμετώπιση της ΔΕΠΥ είναι ιδιαιτέρως σημαντική για την πρόληψη των μακροχρόνιων επιδράσεων στην καθημερινή λειτουργικότητα και προσαρμογή του ατόμου στο σχολικό, οικογενειακό, κοινωνικό και μετέπειτα επαγγελματικό περιβάλλον.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΔΕΠΥ

Καθώς όπως προαναφέρθηκε η ΔΕΠΥ κατά κανόνα συνυπάρχει με άλλες διαταραχές η θεραπεία της είναι πολύπλευρη και πρέπει να αποτελείται από ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ψυχοθεραπείας, εργοθεραπείας, μαθησιακής αποκατάστασης, ψυχολογικής και ψυχιατρικής παρέμβασης. Παράλληλα, είναι πολύ σημαντική η εμπλοκή της οικογένειας στη θεραπεία.

ΕΡΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΚΑΙ ΔΕΠΥ

Ο ρόλος του εργοθεραπευτή στην παρέμβαση ενός παιδιού με ΔΕΠΥ είναι πολύπλευρος και αυτό γιατί παρεμβαίνει σε πολλούς τομείς. Ο εργοθεραπευτής, λοιπόν, είναι δυνατόν να παρέμβει στα κύρια συμπτώματα της ΔΕΠΥ που είναι:

  • Διάσπαση προσοχής : με κατάλληλα εξατομικευμένο θεραπευτικό πρόγραμμα είναι δυνατόν το παιδί να εκπαιδευτεί ώστε να παραμένει συγκεντρωμένο σε μια δραστηριότητα για περισσότερη ώρα, να είναι πιο προσεκτικό, να ξεχωρίζει τα ουσιώδη από τα επουσιώδη και να μπορεί να τηρεί ένα καθημερινό πρόγραμμα.
  • Υπερκινητικότητα: με την κατάλληλη παρέμβαση είναι δυνατόν να μειωθεί αυτή η συνεχής κίνηση του παιδιού με ΔΕΠΥ. Δίνοντας ευκαιρίες για εκτόνωση μέσω της κίνησης και παράλληλα μαθαίνοντάς το να προσαρμόζεται στις περιστάσεις π.χ. μέσα στην τάξη.
  • Παρορμητικότητα: το παρορμητικό παιδί συνηθίζει να διακόπτει τους άλλους να παρεμβαίνει σε συζητήσεις. Δυσκολεύεται να περιμένει την σειρά του και απαντά βιαστικά προτού ολοκληρωθούν οι ερωτήσεις. Μέσα από το κατευθυνόμενο παιχνίδι είναι δυνατόν τέτοιες παρορμητικές συμπεριφορές να μειωθούν.

ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΚΑΙ ΔΕΠΥ

Η εξαιρετικά αργή γλωσσική ανάπτυξη ορισμένων παιδιών με ΔΕΠ-Υ δεν είναι τόσο σπάνιο φαινόμενο, υπολογίζεται ένα ποσοστό 30-40%. Αυτά τα παιδιά, όταν μιλούν, έχουν την συνήθεια να μιλούν πάρα πολύ, αλλά, όπως αναφέρεται, κάνουν πολλά προφορικά λάθη. Η λογοθεραπεία μέσα από ειδικές ασκήσεις είναι απαραίτητη σε περίπτωση που οι δυσκολίες εξακολουθούν να υπάρχουν στην προσχολική ηλικία.     Η αυτόματη εκμάθηση ορισμένων γραμματικών κανόνων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε δύσκολες περιόδους και τα παιδιά δίνουν την εντύπωση ότι δεν είναι συγκεντρωμένα. Ορισμένα παιδία εκφράζονται σωστά από γραμματική άποψη, αλλά δυσκολεύονται να επαναλάβουν μεγάλες ή σύνθετες λέξεις ή να τις προφέρουν αυθόρμητα. Έχουν την τάση να ξεχνούν όλο και πιο πολύ τα ονόματα των συμμαθητών τους ήδη από την προσχολική ηλικία. Αργότερα, στο δημοτικό, είναι σε θέση να περιγράψουν όσα τους συνέβησαν αλλά με επίπονη προσπάθεια και με ασυνάρτητο τρόπο. Οι διαταραχές ακουστικής αντιληπτικής ολοκλήρωσης και οι διάφορες μορφές που είναι δυνατόν να προσλάβει παρουσιάζονται σε μεγάλη συχνότητα απ’ ότι θα ήταν το προβλεπόμενο. Το παιδί δυσκολεύεται να αντιληφθεί πλήρως και ολοκληρωμένα αυτά που του λένε. Το κατάλληλο εκπαιδευτικό πρόγραμμα με τις ειδικές ασκήσεις, οι οποίες πρέπει να εφαρμόζονται όσο το δυνατόν πιο νωρίς, μπορεί να αναστείλει τη συνεχή επιβάρυνση της «ακουστικής οδού» του παιδιού με ΔΕΠΥ και να το βοηθήσει τελικά «να ακούει ολοκληρωμένα» και να καταβάλλει τις ανάλογες προσπάθειες.

Η λογοθεραπευτική παρέμβαση προϋποθέτει τον καθορισμό των συμπεριφορών. Αποσκοπεί στην κοινωνική αλληλεπίδραση, στη βλεμματική επαφή, στη συγκέντρωση της προσοχής, στις εκφράσεις του προσώπου, τις χειρονομίες, και άλλες μορφές κυρίως μη λεκτικής επικοινωνίας. Στην έλλειψη των κατάλληλων σχέσεων με συνομηλίκους, στην άκαμπτη προσκόλληση σε αντικείμενα και ενδιαφέροντα, στην προσήλωση σε συνήθειες ή ενδιαφέροντα που έχουν να κάνουν με επικοινωνιακές δραστηριότητες, αλλά και στη δυσκολία κατανόησης ή χρήσης των μεταφορικών εννοιών.

ΔΕΠ-Υ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΓΟΝΕΩΝ

 Συνήθως η συμπτωματολογία που συνδέεται με τη ΔΕΠΥ και συννοσηρές διαταραχές, που συχνά συνυπάρχουν, απαιτεί πολυεπίπεδη θεραπευτική αντιμετώπισης. Οι ψυχοθεραπευτικές τεχνικές οφείλουν να αξιολογούνται κατά τακτά χρονικά διαστήματα, σχετικά με την αποτελεσματικότητά τους και να προσαρμόζονται ανάλογα με την πορεία του ασθενούς και τις αλλαγές που επιφέρουν στο περιβάλλον του.

 Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι η ψυχοεκπαίδευση των γονέων αποτελεί απαραίτητο τμήμα μιας ολοκληρωμένης και κατά το δυνατόν αποτελεσματικής θεραπευτικής αντιμετώπισης παιδιών και εφήβων με ΔΕΠΥ, δεδομένου ότι η διαταραχή συνήθως διαγιγνώσκεται κατά την είσοδο του παιδιού στη σχολική ζωή και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει πλέον στο σχολείο και στο σπίτι επηρεάζουν  αρνητικά το ίδιο το παιδί και την οικογένεια συνολικά.

Τα προγράμματα αυτά περιλαμβάνουν ψυχοεκπαίδευση, λεπτομερή και εις βάθος ενημέρωση για τη διαταραχή και πιθανές αιτίες, για την επίδραση της φαρμακευτικής αγωγής, που πιθανόν να λαμβάνει το παιδί, και συμβουλές για την αντιμετώπιση των καθημερινών μικρών ή μεγαλύτερων προβλημάτων που προκύπτουν στην επικοινωνία γονέων και παιδιών. Στόχος αποτελεί, να αποκτήσουν οι γονείς, μεταξύ άλλων, δεξιότητες ώστε να αναλύουν τη συμπεριφορά των παιδιών τους, να προλαβαίνουν κλιμάκωση των κρίσεων και εφόσον συμβούν, να τις αντιμετωπίζουν αποτελεσματικότερα, χωρίς αρνητικές συναισθηματικές επιπτώσεις για όλη την οικογένεια.

Ενδεικτικά αναφέρονται μερικές βασικές αρχές στην επαφή γονέων και παιδιών με ΔΕΠΥ, στις οποίες ασκούνται οι γονείς, όπως να αναπτύσσουν θετικές σχέσεις με τα παιδιά τους, να επαινούν και να τα ενισχύουν, να θέτουν σαφείς κανόνες και να ελέγχουν αν αυτοί εφαρμόζονται, να προλαβαίνουν επερχόμενες κρίσεις κ.ά.

Η υπερκινητικότητα δεν προδιαγράφει ποτέ τη μοίρα ενός παιδιού. Δεν είναι ένα μειονέκτημα ή μια γενετική στίξη. Είναι η έκφραση μια προσωπικής κρίσης που μας προσκαλεί για κατανόηση και όχι για ευθεία διόρθωση. Μπορεί να επιλυθεί οργανώνοντας μαζί με το παιδί, την οικογένεια και τη σχολική κοινότητα τον τρόπο συμπεριφοράς, που εμπεριέχει την άρθρωση της ιδιαιτερότητας ως ψυχική  πρόσληψη ενός σημαίνοντος .